Ungersk-Grekisk ordbok »

vés betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
vés

λαξεύω

σκαλίζω

σκαρπέλο

vész

κίνδυνος◼◼◼

έκτακτη ανάγκη◼◼◼

vészhelyzet törvény

αναγκαστικός νόμος/νόμος προσωρινής ισχύος

vészhelyzeti terv

σχέδιο έκτακτης ανάγκης◼◼◼

vészjelző lámpa

προβολείς

véső

σμίλη◼◼◼

καλέμι

σκαρπέλο

Véső

Γλυφείον

Véső csillagkép

Γλυφείον (αστερισμός)

Absztrakt művészet

Αφηρημένη τέχνη

baklövés

σφάλλω

σφάλμα

baleári vészmadár

μύχος των Βαλεαρίδων◼◼◼

vész

μάγος

cselekvés

δράση◼◼◼

ενέργεια◼◼◻

πράξη◼◻◻

cselszövés

δόλος

πλεκτάνη

ραδιουργία

dicsekvés

κομπάζω

υπερηφανεύομαι

dögvész

λοιμός

πανούκλα

elvész

χάνω

emberevés

ανθρωποφαγία

κανιβαλισμός

evés

τροφή◼◼◼

τρώγοντας◼◼◼

φαγητό◼◼◼

γεύμα

evés, étel

φαΐ (το)

fekvés

θέση◼◼◼

κατάσταση◼◼◻

τοποθεσία◼◻◻

feltevés

παραδοχή◼◼◼

12