Ungersk-Grekisk ordbok »

végrehajt betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
végrehajt

κίνδυνος◼◼◼

αγωνία◼◻◻

διεξάγω

εκτελώ

végrehajtható

εκτελέσιμος κώδικας◼◼◼

végrehajtás

εφαρμογή◼◼◼

εκτέλεση◼◼◼

υλοποίηση◼◼◼

ανάκτηση◼◼◻

κίνδυνος◼◻◻

κατάσχεση◼◻◻

αγωνία

végrehajtási törvény

εκτελεστικός νόμος◼◼◼

végrehajtási utasítás

εκτελεστικό διάταγμα

végrehajtó

εκτελεστικός◼◼◼

εκτελεστής◼◼◻