Ungersk-Grekisk ordbok »

vég betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
végfelhasználó

τελικός χρήστης◼◼◼

véghezvisz

διεξάγω

πραγματοποιώ

véghezvitel

εκτέλεση◼◼◼

véghezvittem a lehetetlent

κατόρθωσα το αδύνατο

végig

καθ' όλη τη διάρκεια◼◼◼

μέσω◼◼◻

παντού

végkiárusítás

εκπτώσεις σε όλα τα αντικείμενα

végleg

οριστικά◼◼◼

τελικά◼◻◻

végleges

οριστικά◼◼◼

οριστικός◼◼◼

τελικός◼◼◻

τελειωτικός

véglegesen

τελικά◼◼◼

véglet

άκρο

Véglények

Πρώτιστα

véglényi-/protozoa-

πρωτόζωα

végpont

άκρο◼◼◼

végre

επιτέλους◼◼◼

végre, végül

επιτέλους

végrehajt

κίνδυνος◼◼◼

αγωνία◼◻◻

διεξάγω

εκτελώ

végrehajtható

εκτελέσιμος κώδικας◼◼◼

végrehajtás

εφαρμογή◼◼◼

εκτέλεση◼◼◼

υλοποίηση◼◼◼

ανάκτηση◼◼◻

κίνδυνος◼◻◻

κατάσχεση◼◻◻

αγωνία

végrehajtási törvény

εκτελεστικός νόμος◼◼◼

végrehajtási utasítás

εκτελεστικό διάταγμα

végrehajtó

εκτελεστικός◼◼◼

εκτελεστής◼◼◻

végrendelet

διαθήκη◼◼◼

θα◼◼◻

123