Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
προστατευόμενη περιοχή▼◼◼◼
απόθεμα▼
απόθεμα, προστατευόμενη περιοχή▼
προστατευόμενη περιοχή για ανθρωπολογικούς λόγους▼
δασικό καταφύγιο βιολογικής αξίας▼
θαλάσσιο καταφύγιο▼
↑