Ungersk-Grekisk ordbok »

tok betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
titoktartás

εχεμύθεια◼◼◻

ιδιωτικότητα

μυστικότητα

titokzatos

αλλόκοτος

μυστήριος

μυστήριος (mystērios)

μυστηριώδης

tudja hol foghatok taxit?

ξέρετε που μπορώ να βρω ένα ταξί;

túlzottan magas tetőkémény

υπερβάλλον ύψος καπνοδόχων

tűzoltókészülék

πυροσβεστήρας◼◼◼

üstökös

χαρταετός

Üstökös

Κομήτης

útmunkálatok

έργα

utókezelés

επεξεργασία εκ των υστέρων

utókor

αιωνιότητα

üzemeltetési adatok

δεδομένα λειτουργίας

választókerület

εκλογική περιφέρεια◼◼◼

Virágállatok

Κοράλλι

zárt ajtók mögött

κεκλεισμένων των θυρών◼◼◼

567