Ungersk-Grekisk ordbok »

természet betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
Természet

Φύση◼◼◼

természet elleni kihágás

αδίκημα εις βάρος του περιβάλλοντος

természetbe és tájba való beavatkozás

επέμβαση στη φύση και (σ)το τοπίο

természetes

φυσικό◼◼◼

φυσικός◼◼◻

αβίαστα

φυσιολογικός

αναίρεση

természetes anyag

φυσικό υλικό/φυσική ύλη

természetes erdő

φυσικός δρυμός

természetes kiválasztódás

φυσική επιλογή

természetes radioaktivitás

φυσική ραδιενέργεια

természetes regeneráció

φυσική αναγέννηση

Természetes szelekció

Φυσική επιλογή◼◼◼

természetes személy

φυσικό πρόσωπο◼◼◼

természetes szál

φυσική ίνα

természetes szám

φυσικός αριθμός◼◼◼

Természetes számok

Φυσικός αριθμός

természetes trágya

φυσικό λίπασμα

természetesen

φυσικά◼◼◼

ασφαλώς◼◼◼

βεβαίως◼◼◻

οπωσδήποτε◼◻◻

μάλιστα◼◻◻

σίγουρα

βέβαια (vévaia)

βέβαια/βεβαίως

σίγουρος

φυσικά (fisiká)

φυσικός

természetesen nem

αποκλείεται

természetfeletti

υπερφυσικός

természetföldrajz

γεωγραφία

γεωγραφία (geografia)

φυσική γεωγραφία

természeti

φυσικό◼◼◼

φύση◼◼◻

φυσικός◼◻◻

αναίρεση

φυσιολογικός

12