Ungersk-Grekisk ordbok »

teljes betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
teljesítmény-hő viszony

σχέση ηλεκτρισμού-θερμότητας

teljesség

ακεραιότητα◼◼◼

πλήρης◼◼◼

αρτιότητα◼◻◻

ολότητα

arégit teljesen megtagadó

μeτάνοια

erőteljes

ισχυρός◼◼◼

ez teljességgel lehetetlen!

αυτό είναι εντελώς αδύνατον!

méltóságteljes

αξιοπρεπής◼◼◼

χαριτωμένος

123