Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
διαρκής▼◼◼◼
έμμονος▼◼◼◻
μόνιμος▼◼◻◻
ανθεκτικός▼◼◻◻
ουσιώδης▼◼◻◻
περμανάντ▼
διαρκές αγαθό▼
μόνιμα▼◼◼◼
μονίμως▼◼◼◼
διαρκώς▼◼◼◻
πλαίσιο▼◼◼◼
συντηρητικό▼◼◼◼
συντηρητικό/προφυλακτικό▼
αναλώσιμο (μη διαρκές) αγαθό (εμπόρευμα)▼
συντήρηση τροφίμων▼
↑