Ungersk-Grekisk ordbok »

tör betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
tör

διάλειμμα

λύνω

σπάζω

σπάω

συντρίβω

tördelés

στοιχειοθετώ

töredék

κλάσμα◼◼◼

απόσπασμα◼◻◻

θραύσμα

törekszik

στόχος◼◼◼

σκοπός◼◼◻

törekvés

προσπάθεια◼◼◼

φιλοδοξία◼◻◻

απόπειρα◼◻◻

βλέψη

töretlen

αθρυμμάτιστος

törik

διάλειμμα

σπάω

törik, eltörik

σπάω ('spao)

törlés

διαγραφή◼◼◼

törlőrongy

κουρέλι

törmelék

συντρίμμια◼◼◼

σκουπίδια◼◼◻

törpe

νάνος◼◼◼

πυγμαίος◼◼◻

törpeharcsa

γατόψαρο◼◼◼

törpemandarin

κουμκουάτ◼◼◼

tört

κλάσμα◼◼◼

törtvonal

κάθετος◼◼◼

Történelem

Ιστορία◼◼◼

történelem előtti

προϊστορικός

történelmi

ιστορικό◼◼◼

ιστορικός◼◻◻

történelmi emlékmű

ιστορικό μνημείο

történelmi fejlődés

ιστορική εξέλιξη

történelmi kutatás

ιστορική έρευνα◼◼◼

történelmi színhely

ιστορική τοποθεσία

történelmi városközpont

ιστορικό κέντρο

történet

ιστορία (istoría)◼◼◼

ιστορικό◼◼◼

12