Ungersk-Grekisk ordbok »

szerv betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
Észak-atlanti Szerződés Szervezete

ΝΑΤΟ

Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου

Európai Biztonsági és Együttműködési Szervezet

Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη◼◼◼

Gazdasági Együttműködési és Fejlesztési Szervezet

Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης◼◼◼

gazdaszervezet

ξενιστής◼◼◼

genetikailag módosított szervezet

γενετικά τροποποιημένος οργανισμός

hasznos szervezet

ωφέλιμος οργανισμός

hello; szervusz

χαίρετε

iparinövény (szervezet)

βιομηχανικό φυτό (οργανισμός)

βιομηχανικό φυτό [οργανισμός]

jogrendszer szervezete

οργάνωση του νομικού συστήματος

Kormány (állami szerv)

Κυβέρνηση◼◼◼

környezetvédelmi szervezet

οργανισμός προστασίας του περιβάλλοντος

kórokozó szervezet

παθογόνος οργανισμός

közigazgatási szervezet

διοικητικό όργανο/διοικητικός οργανισμός

légzőszervi betegség

αναπνευστικό νόσημα

megszervez

διοργανώνω

megszervezés

διοργάνωση◼◼◼

οργανισμός◼◻◻

Meteorológiai Világszervezet

Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός◼◼◼

nem célzott szervezet

μη στοχευόμενος οργανισμός

nem-kormányzati szervezet

μη κυβερνητική οργάνωση (ΜΚΟ)

nemi szerv

γεννητικά όργανα◼◼◼

nemi szervek

γεννητικά όργανα◼◼◼

Nemzetközi Polgári Repülési Szervezet

Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας◼◼◼

nemzetközi szervezet

διεθνής οργανισμός◼◼◼

női nemi szervek

αιδοίο

μουνί

obszervatórium

παρατηρητήριο◼◼◼

αστεροσκοπείο

oktatás szervezete

οργάνωση της διδασκαλίας

oldott szerves szén

διαλυμένος οργανικός άνθρακας◼◼◼

perzisztens szerves szennyezőanyag

ανθεκτικός οργανικός ρύπος

politikai szervezet

πολιτική οργάνωση◼◼◼

segélyszervezeti bolt

φιλανθρωπικό μαγαζί με μεταχειρισμένα είδη

Sejtszervecske

Οργανίδιο

szakszervezet

συνδικάτο◼◼◼

σωματείο◼◼◻

συντεχνία◼◻◻

εργατικό σωματείο/συνδικαλιστική οργάνωση

1234