Ungersk-Grekisk ordbok »

szerelvény betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
szerelvény

εξαρτήματα◼◼◼

σύνδεσμοι◼◼◻

συρμός◼◻◻

εξαρτήματα/σύνδεσμοι/επίπλωση (είδη, διαρρύθμιση)

επίπλωση

κουπί

szerelvény (gáz- vízcső)

εξαρτήματα◼◼◼

σύνδεσμοι◼◼◻

εξαρτήματα/σύνδεσμοι/επίπλωση (είδη, διαρρύθμιση)

επίπλωση