Ungersk-Grekisk ordbok »

szekrény betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
szekrény

ερμάριο◼◼◼

βιτρίνα

γκαρνταρόμπα

ενδυματοθήκη

ιματιοθήκη

μπουφές

ντουλάπα (η)

ντουλάπι

be tudná tenni a feje felett lévő zárható szekrénybe?

μπορείτε παρακαλώ να τοποθετήσετε αυτό στο χώρο για τις αποσκευές από πάνω;

biztosítékszekrény

κιβώτιο με τις ασφάλειες

bárszekrény

ντουλαπάκι με ποτά

fali szekrény

ντουλάπι

fiókos szekrény

συρταρίερα

hűtőszekrény

ψυγείο (το)◼◼◼

ψύκτης◼◻◻

το ψυγείο◼◻◻

ψύκτης/ψυγείο

kocsiszekrény

αμάξωμα◼◼◼

könyvszekrény

βιβλιοθήκη

levélszekrény

γραμματοκιβώτιο

páncélszekrény

ασφαλής

χρηματοκιβώτιο

zárható szekrények

lockers