Ungersk-Grekisk ordbok »

segély betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
segély

βοήθεια◼◼◼

συνδρομή◼◼◻

επιχορήγηση◼◻◻

υποστήριξη◼◻◻

βοηθός

segélypolitika

πολιτική στον τομέα της παροχής βοήθειας

segélyszervezeti bolt

φιλανθρωπικό μαγαζί με μεταχειρισμένα είδη

fejlesztési segély

αναπτυξιακή βοήθεια◼◼◼

humanitáriánus segély

ανθρωπιστική βοήθεια

pénzügyi segély

οικονομική βοήθεια/χρηματοδοτική υποστήριξη (παρέμβαση)

állami segély

δημόσια ενίσχυση