Ungersk-Grekisk ordbok »

sül betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
egyesület

σωματείο◼◻◻

κοινωνία◼◻◻

διάταξη

διοργάνωση

συνδικάτο

συνεταιρισμός

συνειρμός

Egyesült Arab Emirátusok

Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα◼◼◼

Egyesült Királyság

Ηνωμένο Βασίλειο (Inoméno Vasílio)◼◼◼

Μεγάλη Βρετανία◼◻◻

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας◼◻◻

Egyesült Nemzetek (Szervezete)

Ηνωμένα Έθνη◼◼◼

Egyesült Nemzetek Szervezete

Ηνωμένα Έθνη◼◼◼

Egyesült Államok

Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής◼◼◼

egyesült államokbeli

Αμερικανός

egyesülés

συγχώνευση◼◼◼

ένωση◼◼◻

σύνδεσμος

elsüllyed

βουλιάζω

βυθίζω

νεροχύτης

νιπτήρας

elsüllyeszt

βυθίζω

erőszakos közösülés

βιασμός (viasmόs)

felbecsül

εκτίμηση◼◼◼

εκτιμώ

felbecsülhetetlen

ανεκτίμητος

felbecsülés

αποτίμηση◼◼◼

felsül

σφάλμα

sül

χτένα◼◼◼

χτενίζω

sül (→ χτενίζομαι fésülködik)

χτενίζω

sülködik

χτενίζομαι (-στώ)

hal sültkrumplival

ψάρι με τηγανητές πατάτες

hirtelen sült krumpli

πατάτες σωτέ

jelesül

δηλαδή◼◼◼

ήτοι◼◼◻

kacsasült

ψητή πάπια στο φούρνο

kisülés

εκκένωση◼◼◼

kulturális egyesület

πολιτιστικός σύλλογος

123