Ungersk-Grekisk ordbok »

rom betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
rom

ερείπιο

χάλασμα

roma

Ρομά◼◼◼

romans

ραιτορομανικά

Ρομανσική

Romans nyelv

Ρομανσική γλώσσα

Romantika

Ρομαντισμός

romantikus

ρομαντικός

rombol

καταστρέφω

rombolás

γκρέμισμα

romboló

αντιτορπιλικό

Romboló

Αντιτορπιλικό

Rombusz

Ρόμβος

rombusz

ρόμβος

romlott

διεφθαρμένος

κακομαθημένος

κλούβιος

σάπιος

σαθρός

φαύλος

romlás

επιδείνωση◼◼◼

δυσλειτουργία◼◻◻

χειροτέρευση◼◻◻

ναυάγιο

romák

Ρομά◼◼◼

Ρομ◼◼◼

Romák

Ρομ

Ρομά

román

Ρουμανική◼◼◼

ρουμανική◼◼◼

Ρουμανικά◼◼◼

ρουμανικός◼◻◻

Ρουμάνος

Ρουμάνα

románc

ειδύλλιο

Románia

Ρουμανία (Roumanía)◼◼◼

Ρουμανία (η)◼◼◼

Romania◼◻◻

romániai

ρουμανικός◼◼◼

románul

ρουμανικά◼◼◼