Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
έκρηξη/ανατίναξη▼
ανατίναξη▼
εκρηκτικό▼◼◼◼
πυρηνική έκρηξη▼
πυρηνική έκρηξη (ατύχημα)▼
Μεγάλη Έκρηξη▼
Μεγάλη έκρηξη▼
↑