Ungersk-Grekisk ordbok »

rendez betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
berendezés

εξοπλισμός◼◼◼

σύστημα◼◼◻

υλικό◼◼◻

συσκευή◼◼◻

μηχανή◼◼◻

μηχανισμός◼◻◻

ομάδα◼◻◻

ηλεκτρονικός εξοπλισμός◼◻◻

υλισμικό

δομικά υλικά

berendezkedik

τακτοποιούμαι (-ηθώ)

berendezkedtél Athénban?

τακτοποιήθηκες στην Αθήνα;

elektrotechnikai berendezés

ηλεκτροτεχνικός εξοπλισμός◼◼◼

elrendez

διάταξη◼◼◼

εντολή◼◻◻

τακτοποιώ

elrendezés

διάταξη◼◼◼

σειρά◼◻◻

δομή◼◻◻

διάρθρωση◼◻◻

σελιδοποίηση

építőipari berendezés

κατασκευαστικός εξοπλισμός/μηχανήματα εργοταξίου

filmrendező

σκηνοθέτης

földrendezés

αναδασμός

földrendezési terv

σχέδιο κατανομής

fúróberendezés

εγκατάσταση γεώτρησης

fűtőberendezés

θερμαντήρας/αερόθερμο/θερμάστρα

gépészeti berendezés

μηχανολογικός εξοπλισμός

hőberendezés

θερμικός εξοπλισμός

ipari berendezés

βιομηχανικός εξοπλισμός◼◼◼

katonai berendezés

στρατιωτικό υλικό◼◼◼

kipufogó berendezés

διάταξη εξάτμισης

közegészségügyi berendezés

εγκατάσταση υγιεινής

külső tér (földrendezési terv)

σχέδιο κατανομής εξωτερικού χώρου

laboratóriumi berendezés

εργαστηριακό πείραμα

megrendezés

εκδήλωση◼◼◼

mezőgazdasági berendezés

γεωργικά μηχανήματα

γεωργικός εξοπλισμός

monitoring berendezés

εξοπλισμός (συσκευές) παρακολούθησης (ελέγχου)

nyomásberendezés

εξοπλισμός πρεσαρίσματος

123