Ungersk-Grekisk ordbok »

rendőr betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
rendőr

αστυνομία◼◼◼

αστυνομικός◼◼◻

αστυνόμος

αστυφύλακας

κόκαλα

χωροφύλακας

rendőr (m)

(astinomikós)

αστυφύλακας

rendőr tisztviselő

αστυνομικός

rendőrautó

περιπολικό

rendőri hatalom

αστυνομική εξουσία (αρχή)

rendőrkapitányság

αστυνομικό τμήμα

rendőrkocsi

περιπολικό

rendőr

αστυνομικίνα

αστυνομικός

rendőrnő (f)

(astinomikós)

αστυφύλακας

rendőrség

αστυνομία (astynomía)◼◼◼

αστυνομία (η)◼◼◼

επιβολή του νόμου◼◻◻

αστυνομικό τμήμα

αστυνομικός

Rendőrség

Αστυνομία◼◼◼

rendőrségi törvény

αστυνομικό δίκαιο

rendőrtiszt

αξιωματικός◼◼◼

rendőrőrs

αστυνομία◼◼◼

αστυνομικό τμήμα◼◼◼

hívja a rendőrséget!

κάλεσε την αστυνομία!