Ungersk-Grekisk ordbok »

nyer betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
nyer

νίκη

νικώ

nyereg

σέλα◼◼◼

σέλλα◼◻◻

διάσελο

σαμάρι

nyeremény

κέρδος◼◼◼

βραβείο◼◼◻

nyereség

απόδοση◼◼◼

συν◼◼◻

όφελος◼◼◻

Απόκτηση◼◼◻

λήψη◼◻◻

ευεργέτημα◼◻◻

μέρισμα◼◻◻

επίδομα

επωφελούμαι

ευεργετώ

κερδίζω

ωφέλημα

ωφελούμαι

nyereséges

κερδοφόρος◼◼◼

επικερδής◼◼◼

αποδοτικός◼◼◻

nyereségesség

αποδοτικότητα◼◼◼

nyerni

να κερδίσω

nyers

ακατέργαστος◼◼◼

ανεπεξέργαστος◼◻◻

ωμός◼◻◻

άψητος

αμαγείρευτος

κακοποιός

ὠμός

nyersanyag

πρώτες ύλες◼◼◼

πρώτη ύλη/πρώτες ύλες

nyersanyag biztosítása

εξασφάλιση πρώτης ύλης

nyersanyag fogyasztás

(κατ)ανάλωση πρώτης ύλης (πρώτων υλών)

nyersen

ωμά◼◼◼

nyersvíz/üzemi derítetlen víz

μη επεξεργασμένα ύδατα

nyertes

νικητής◼◼◼

12