Ungersk-Grekisk ordbok »

nyelv betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
EK irányelv a hulladék ártalmatlanításról

οδηγία της ΕΚ σχετικά με τη διάθεση των αποβλήτων

EK irányelv a vízvédelemről

οδηγία της ΕΚ σχετικά με την προστασία των υδάτων

Eszperantó nyelv

Εσπεράντο

ez ... nyelvű

είναι στα ...

földnyelv

ισθμός

πλάτωμα

francia nyelv

γαλλική γλώσσα◼◼◼

grúz nyelv

Γεωργιανή γλώσσα◼◼◼

hegyfok/földnyelv (földrajz)

ακρωτήριο

idegen nyelv

ξένη γλώσσα◼◼◼

irányelv

ασφάλεια◼◼◼

πολιτική◼◼◻

κατεύθυνσεις

jelnyelv

νοηματική γλώσσα◼◼◼

jelölőnyelv

γλώσσα σήμανσης◼◼◼

kétnyelvű

δίγλωσσος◼◼◼

kétnyelvűség

διγλωσσία◼◼◼

KHV irányelv

οδηγία ΕΠΕ

köznyelv

καθομιλουμένη◼◼◼

köznyelvi

δημώδης

κοινολεκτικός

Latin nyelv

Λατινική γλώσσα

lekérdezőnyelv

γλώσσα ερωτημάτων

Máltai nyelv

Μαλτεζική γλώσσα◼◼◼

metanyelv

μεταγλώσσα◼◼◼

milyen nyelveken beszél?

τι γλώσσες μιλάς;

modern nyelvek

μοντέρνες γλώσσες

Nem (nyelvészet)

Γραμματικό γένος◼◼◼

Német nyelv

Γερμανική γλώσσα◼◼◼

német nyelv

γερμανικά

óangol nyelv

αρχαία αγγλική γλώσσα

Ógörög nyelv

Αρχαία ελληνική γλώσσα

Örmény nyelv

Αρμενική γλώσσα◼◼◼

programozási nyelv

γλώσσα προγραμματισμού◼◼◼

γλώσσα προγραμματισμού (glossa programmatismou)◼◼◼

γλώσσα προγραμματισμού (ɤlósa proɤramatiʑmú)◼◼◼

Programozási nyelv

Γλώσσα προγραμματισμού◼◼◼

Romans nyelv

Ρομανσική γλώσσα

Skót nyelv

Σκωτική γλώσσα

soknyelvű

πολύγλωσσος

123