Ungersk-Grekisk ordbok »

mester betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
mester

αριστοτέχνης

αφέντης

δάσκαλος

κύριος

μάστορας

μάστορας (ο)

μαέστρος

μετρ

mesterlevél

δίπλωμα◼◼◼

mesterlövész

ελεύθερος σκοπευτής

mester

αριστούργημα

mesterség

βιοτεχνία◼◼◼

τέχνη◼◼◼

ειδικευμένη εργασία

επάγγελμα

λέμβος

σκάφος

σκάφος/λέμβος/ειδικευμένη εργασία

mesterséges

τεχνητός◼◼◼

συνθετικός◼◻◻

αφύσικος

mesterséges bolygó/műhold

τεχνητός δορυφόρος

Mesterséges intelligencia

Τεχνητή νοημοσύνη◼◼◼

mesterséges intelligencia

τεχνητή νοημοσύνη◼◼◼

mesterséges megtermékenyítés

εξωσωματική γονιμοποίηση◼◼◼

mesterséges megtermékenyítési módszer

τεχνητή γονιμοποίηση

mesterséges szövet

συνθετικές ίνες

mesterséges tó

δεξαμενή/τεχνητή λίμνη

τεχνητή λίμνη

boszorkánymester

μάγος

főpolgármester

δήμαρχος◼◼◼

házmester

επιστάτης

karmester

αγωγός

αρχιμουσικός

διευθυντής ορχήστρας

μαέστρος

Karmester

Μαέστρος

polgármester

δήμαρχος (dímarkhos)◼◼◼

Polgármester

Δήμαρχος◼◼◼

őrmester

λοχίας◼◼◼