Ungersk-Grekisk ordbok »

meleg betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
meleg

θερμότητα◼◼◼

ζέστη◼◼◻

θερμός◼◼◻

ζεστός◼◻◻

καύσωνας◼◻◻

αδερφή

γκέι

εύθυμος

ζεστός / ζεστή / ζεστό

θερμαίνω

καυλωμένος

καυτός

λεσβία

ομοφυλοφιλικός

ομοφυλόφιλος

ομοφυλόφιλος (omofilófilos) , ομοφυλόφιλη (omofilófili) , λεσβία (lesvía) , slang: πούστης (pústis) , αδερφή (aderfí)

πούστης

meleg, hőség: κάνει ζέστη meleg van

ζέστη (η)

melegfront

καύσωνας

melegház

θερμοκήπιο◼◼◼

melegvérű állat

θερμόαιμο ζώο

melegvízcsap

βρύση ζεστού νερού

melegít (→ ζεσταίνομαι melegszik, melege van)

ζεσταίνω

addig üsd a vasat, amíg meleg

στη βράση κολλάει το σίδερο

felmelegedés

θέρμανση◼◼◼

globális felmelegedés

επίδραση του φαινομένου του θερμοκηπίου

παγκόσμια θέρμανση

σταδιακή αύξηση

φαινόμενο του θερμοκηπίου

nincs semmi meleg víz

δεν υπάρχει ζεστό νερό

túl meleg van itt bent

κάνει πολύ ζέστη εδώ μέσα

van valamilyen meleg ételük?

έχετε ζεστό φαγητό;

ágymelegítő (melegvíz tároló tasak)

θερμοφώρα