Ungersk-Grekisk ordbok »

mély betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
mély

βάθος◼◼◼

βαθύς◼◻◻

βαθύς (vathýs)◼◻◻

βαθύς / βαθιά / βαθύ

βαθύς-ιά-ύ

mély folyóvölgy

φαράγγι

mélyebb

βαθύτερος◼◼◼

mélyedés

εσοχή◼◼◼

κοιλότητα◼◼◼

mélyen

βαθιά◼◼◼

βάθος◼◼◻

βαθύς

mélyhegedű

βιόλα

mélyhűtés

κατάψυξη◼◼◼

mélyhűtő

καταψύκτης

mélypont

ναδίρ◼◼◼

mélyreható

ενδελεχής◼◼◼

mélység

βάθος◼◼◼

άβυσσος

βαθύτητα

βυθός

χάσμα

mélységesen

βαθιά◼◼◼

mélytenger

ανοικτή θάλασσα◼◼◼

mélytengeri bányászat

εξόρυξη ανοικτής θαλάσσης

mélytengeri halászat

αλιεία ανοικτής θαλάσσης

υπερπόντια αλιεία

mélytengeri ártalmatlanítás

απόρριψη (διάθεση) στην ανοικτή θάλασσα

biztonsági személyzet

ασφάλεια

görög (személyre vonatkozóan)

ο Έλληνας (η Ελληνίδα)◼◼◼

harmadik személy

τρίτο πρόσωπο◼◼◼

helyi személyközlekedés

τοπική συγκοινωνία/τοπική υπηρεσία εξυπηρέτησης

hány személyre?

για πόσα άτομα;

idős személy

άτομο τρίτης ηλικίας/ηλικιωμένος

jogi személy

νομικό πρόσωπο◼◼◼

kilakoltatott személy

εκτοπισθείς (εκτοπισμένο άτομο)

kérjük tartsa magánál az összes csomagját, és minden személyes holmiját

παρακαλώ να έχετε όλες τις τσάντες και τα προσωπικά σας αντικείμενα μαζί σας

magánszemély

άτομο◼◼◼

ατομικός◼◼◻

megszemélyesítés

προσωποποίηση

12