Ungersk-Grekisk ordbok »

lakó betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
lakó

ένοικος

κάτοικος

ο κάτοικος

lakóhely

κατοικία◼◼◼

διαμονή◼◼◻

έδρα◼◼◻

οικία◼◻◻

σπίτι

lakóház

συγκρότημα διαμερισμάτων

lakókocsi

τρέιλερ◼◼◼

καραβάνι

το τροχόσπιτο

lakótelep

ο συνοικισμός

lakóterület

περιοχή (ζώνη) κατοικίας (κατοικιών)◼◼◼

lakóterület forgalomcsillapítókkal

περιοχή κατοικιών με διευθετήσεις για τη μείωση

lakótárs

συγκάτοικος

lakóépület

πολυκατοικία

egy lakótárssal élek

συγκατοικώ με άλλο ένα άτομο

szigetlakó

νησιώτης

νησιώτισσα

vontatott lakókocsi

μινι-βαν

én ... lakótárssal élek

συγκατοικώ με άλλους ...

őslakó

αυτόχθων

γηγενής

ιθαγενής