Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
ψωμί (το)▼◼◼◼
άρτος▼◼◼◻
το ψωμί▼◼◻◻
Ψωμί▼◼◼◼
αρτοποιείο▼
αρτοπωλείο▼
φούρνος▼
φούρνος (foúrnos)▼
ψωμάδικο▼
ψίχα▼◼◼◼
κρούστα▼◼◼◼
τρίμμα▼
ψίχα▼
ψίχουλο▼
τοστιέρα▼
φρυγανιέρα▼
μαύρο ψωμί▼
λευκό ψωμί▼◼◼◼
μπαγγέτα▼
πίτα▼
φραντζόλα κομμένη σε φέτες▼
ξυλοκέρατο▼
χαρούπι▼
χαρουπιά▼◼◼◼
λουκούμι▼
φραντζόλα▼
↑