Ungersk-Grekisk ordbok »

kel betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
kell határozni a tábla, vagy az asztalt

βραχιόλι

kell váltóműszakban dolgoznom?

θα χρειαστεί να δουλεύω βάρδιες;

kell vennünk ...

θα χρειαστεί να πάρουμε ...

kellék

αξεσουάρ◼◼◼

εξάρτημα◼◼◻

kellemes

αρεστός

ευπρόσδεκτος

ευχάριστος

ευχάριστος (-η-ο)

ευχάριστος / ευχάριστη / ευχάριστο

θελκτικός

καλωσόρισμα

kellemes hétvégét!

καλό σαββατοκύριακο!

kellemes húsvéti ünnepeket!

καλό πάσχα!

kellemes húsvétot

Καλό Πάσχα (Kaló Páscha)

kellemes itt-tartózkodást!

καλή διαμονή!

Kellemes Karácsonyi Ünnepeket és Boldog Új Évet

Καλά Χριστούγεννα και Καλή Χρονιά (Kalá Christoúgenna kai Kalí Chroniá)

kellemes napot!

καλή μέρα να έχεις / έχετε!

kellemes repülést!

καλή πτήση

kellemes utazást!

καλά να περάσεις / σετε

kellemetlen

δυσάρεστος

δυσάρεστος (-η-ο)

δυσάρεστος / δυσάρεστη / δυσάρεστο

kellemetlenség

ενόχληση◼◼◼

αναστάτωση◼◼◻

προβλήματα◼◼◻

ενοχλώ

μπελάς

πλήξη

kelme

ύφασμα◼◼◼

kelt

αφυπνίζω

ξυπνώ

kelta

Κέλτης

κέλτικος

κελτικός

keltetés

επώαση◼◼◼

επώαση/εκκόλαψη

keltető

εκκολαπτήριο◼◼◼

keltetőgép

εκκολαπτήριο◼◼◼

keltezés

ημερομηνία◼◼◼

123