Ungersk-Grekisk ordbok »

kedv betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
kedv

διάθεση

ηδονή

κέφι

όρεξη

kedvel

όπως◼◼◼

ως◼◼◻

αγαπώ

αρέσκομαι (aréskomai)

αρέσω

μ'αρέσει

μου αρέσει

προτιμώ (protimó)

σαν

συμπαθώ

όμοιος

kedvelem ...; ... tetszik nekem

μου αρέσει να ...

kedvenc

αγαπημένος

φαβορί

kedvenc háziállat

κατοικίδιο (ζώο)

kedves

αγαθός

αγαπημένος

αγαπητικός

αγαπητός

αγαπητός (-ή-ό)

αδελφικός

ακριβός

εραστής

ερωμένη

ερωτευμένος

καλόψυχος

λάτρης

φίλτατος

ωραίος / ωραία / ωραίο

kedves, drága, kedvenc

αγαπημένος (-η-ο)

kedves barátaim!

αγαπητοί φίλοι μου! (bájos) χαριτωμένος-η-ο, γλυκός-ιά-ό

kedves jane!

αγαπημένη τζέιν,

kedves mark!

αγαπημένε μαρκ,

kedves/tisztelt hölgyem!

αγαπητή κυρία,

kedves/tisztelt jones asszony!

αγαπητή κα. τζόουνς,

kedves/tisztelt smith úr!

αγαπητέ κ. σμιθ,

12