Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
πέτρα▼◼◼◼
βότσαλο▼
λατύπη▼
λατύπη/χαλίκι/αμμοχάλικο/ψαμμίαση▼
το βότσαλο, το χαλίκι▼
ψαμμίαση▼
σκυρωρυχείο▼
εξόρυξη λατύπης▼
↑