Ungersk-Grekisk ordbok »

könny betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
könny

δάκρυ◼◼◼

δάκρυ (dákry)◼◼◼

δάκρυ (το, tsz. δάκρια)◼◼◼

το δάκρυ◼◼◼

δακρύζω

σκίζω

könnycsepp

δάκρυ

könnyedség

ευκολία◼◼◼

könnyedén

εύκολα◼◼◼

ευκολία◼◼◻

könnyelmű

απρόσεκτος

könnyen

εύκολα◼◼◼

εύκολος◼◻◻

ελαφρός

könnyes

δακρυσμένος

könnyezik

κλαίω

κλαίω (kléo)

könnygáz

δακρυγόνος

könnyítés

ανακούφιση◼◼◼

ανάγλυφο

könnyű

ελαφρά◼◼◼

εύκολο◼◼◻

εύκολος◼◻◻

εύκολος (-η-ο)◼◻◻

εύκολος (éfkolos)◼◻◻

απλός◼◻◻

ελαφρύς◼◻◻

φανός◼◻◻

φως◼◻◻

ελαφρός

(súly) ελαφρός/ύς-ιά/ά-ό/ύ, (átv) εύκολος (-η-ο)

αβαρής

ελαφρύς / ελαφριά / ελαφρύ

εύκολος / εύκολη / εύκολο

könnyű (súlyra)

ελαφρύς-ιά-ύ

könnyű kijönni vele

χαλαρός

könnyű mondani, hogy...

είναι εύκολο να πεις να/ότι...

krokodilkönnyek

κροκοδείλια δάκρυα

megevett egy egész csirkét, ami nem is olyan könnyű

έφαγε ένα ολόκληρο κοτόπουλο, (πράγμα) που δεν είναι και τόσο εύκολο

megkönnyebbülés

ανάγλυφο

12