Ungersk-Grekisk ordbok »

igazgat betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
igazgat

απευθείας◼◼◼

διαχειρίζομαι

διευθύνω

διοικώ

igazgatás

διαχείριση◼◼◼

χορήγηση◼◻◻

διοίκηση/χορήγηση (φαρμάκου)

igazgató

διευθυντής (ο)◼◼◼

ο διευθυντής (η διευθύντρια)◼◼◼

διευθύνων◼◼◻

εκτελεστικός◼◼◻

διοικητικό στέλεχος◼◻◻

διαχειριστής◼◻◻

διοικητής◼◻◻

επόπτης◼◻◻

igazgatónő

διευθύντρια

igazgató

γενικός διευθυντής◼◼◼

iskolaigazgató

διευθυντής◼◼◼

közigazgatás

διοίκηση◼◼◼

διαχείριση◼◼◼

δημόσια υπηρεσία◼◼◻

közigazgatási

διοικητικός◼◼◼

közigazgatási dokumentumokhoz való hozzáférés

πρόσβαση σε διοικητικά έγγραφα

közigazgatási eljárás

διοικητική διαδικασία◼◼◼

közigazgatási foglalkozás

απασχόληση στον διοικητικό κλάδο

közigazgatási határ

διοικητικά όρια/όρια διοίκησης

közigazgatási hatáskör

διοικητική αρμοδιότητα

közigazgatási jog

διοικητικό δίκαιο◼◼◼

közigazgatási közintézmény

δημόσιο (κρατικό) ίδρυμα διοικητικού χαρακτήρα

közigazgatási okirat

διοικητική πράξη

közigazgatási rendelkezés

διοικητικό διάταγμα

közigazgatási szankció

διοικητική κύρωση◼◼◼

közigazgatási szervezet

διοικητικό όργανο/διοικητικός οργανισμός

közigazgatási testület

διοικητικός φορέας

közigazgatási utasítások

εκπαίδευση διοικητικού προσωπικού

marketing igazgató

marketing director

általános közigazgatási utasítás

γενική διοικητική εντολή