Ungersk-Grekisk ordbok »

hozzáfér betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
hozzáfér

πρόσβαση◼◼◼

προσπέλαση

hozzáférhető

διαθέσιμος◼◼◼

προσβάσιμος◼◼◼

προσιτός◼◼◻

προσπελάσιμος◼◻◻

hozzáférhetőség

προσβασιμότητα◼◼◼

hozzáférés

πρόσβαση◼◼◼

προσπέλαση◼◻◻

προνόμιο◼◻◻

εκκαθαριστικό

(pl. adatokhoz) η πρόσβαση

έκρηξη

ξέσπασμα

παροξυσμός

földhöz való hozzáférés

πρόσβαση του κοινού σε έκταση γης

információhoz való hozzáférés

πρόσβαση στην πληροφόρηση

kultúrához való hozzáférés

πρόσβαση στον πολιτισμό

közigazgatási dokumentumokhoz való hozzáférés

πρόσβαση σε διοικητικά έγγραφα

nem tudok hozzáférni a leveleimhez

δεν έχω πρόσβαση στα email μου

online/hálózaton hozzáférhető szolgáltatás

υπηρεσία επί γραμμής

Tetszőleges hozzáférésű memória

Μνήμη τυχαίας προσπέλασης

valaki hozzáférhetett a táskáihoz ezalatt?

έιχε κανείς πρόσβαση στις τσάντες σας μέχρι στιγμής;

van önöknek internet hozzáférése?

έχετε πρόσβαση στο ίντερνετ εδώ;