Ungersk-Grekisk ordbok »

hivatás betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
hivatás

επάγγελμα◼◼◼

επάγγελμα (epángelma)◼◼◼

hivatásos

επαγγελματίας◼◼◼

επαγγελματικός◼◼◼

egészségügyi hivatás

επάγγελμα υγείας

κλάδος υγειονομικής περίθαλψης

jogi hivatás

νομικοί

νομικός κλάδος

νομικός κλάδος (κόσμος)/νομικοί

νομικός κόσμος