Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
επίσημος▼◼◼◼
αξιωματούχος▼
αρμόδιος φορέας/προϊσταμένη αρχή/διοικητικό όργανο▼
αρχή της βιωσιμότητας▼
δημοτικός▼◼◼◼
↑