Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
ασαφής▼◼◼◼
(bizonytalan) αόριστος (-η-ο)▼
ακαθόριστος▼
αόριστος▼
σύμβαση αόριστης διάρκειας▼
αόριστη νομική έννοια▼
αόριστο άρθρο▼
Αρχή της απροσδιοριστίας▼
↑