Ungersk-Grekisk ordbok »

haszon betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
haszon

όφελος◼◼◼

κέρδος◼◼◼

χρήση◼◼◻

συμφέρον◼◻◻

χρησιμοποίηση◼◻◻

χρησιμότητα◼◻◻

ωφέλεια◼◻◻

ευεργέτημα

μέρισμα

(nyereség) το κέρδος, (előny) το όφελος

επίδομα

επωφελούμαι

ευεργετώ

κερδίζω

ωφέλημα

ωφελούμαι

ωφελώ

haszonbérlet

μίσθωση◼◼◼

εκμίσθωση◼◼◻

μισθωτήριο◼◻◻

haszonelvűség

ωφελιμισμός

haszontalan

άχρηστος

haszonállat

ζώα◼◼◼

ζωικό κεφάλαιο◼◻◻

haszonélvezet

επικαρπία◼◼◼

költség-haszon

κόστος-ωφέλεια

költség-haszon elemzés

ανάλυση κόστους-οφέλους

állami haszonvizsgálat

διερεύνηση του χαρακτήρα κοινής ωφελείας