Ungersk-Grekisk ordbok »

hasznosítás betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
hasznosítás

χρήση◼◼◼

χρησιμοποίηση◼◼◼

διάθεση◼◼◻

απαλλαγή◼◼◻

energiahasznosítás

τελική χρήση της ενέργειας

helyi erőforrás hasznosítás

χρήση επιτόπιων πόρων

maradékanyag újrahasznosítása

ανακύκληση υπολειμμάτων (καταλοίπων)

értéknövelő újrahasznosítás

ανωκύκλωση

újrahasznosítás

ανακύκλωση◼◼◼

ανακύκληση

újrahasznosítás-gazdálkodás és hulladéktörvény

νόμοι (νομοθεσία) σχετικά με τη διαχείριση της ανακύκλησης

újrahasznosítási arány

ποσοστό (αναλογία) ανακύκλησης

újrahasznosítási ipar

κλάδος εγγειοβελτιωτικών έργων

újrahasznosítási potenciál

δυναμικό (ικανότητα) ανακύκλησης