Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
νεκροί▼◼◼◼
θάνατος▼
νεκρός▼
νεκρός (nekrós), πεθαμένος (pethaménos), άψυχος (ápsykhos) (soul-less), άζω(τ)ος [ázō(t)os] (life-less)▼
νεκρός / νεκρή / νεκρό▼
νεκρός-ή-ό, πεθαμένος (-η-ο)▼
πεθαμένος▼
ψόφιος▼
διάθεση των νεκρών▼
σάβανο▼
αυτοψία▼
↑