Ungersk-Grekisk ordbok »

gyakorlat betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
gyakorlat

πρακτική◼◼◼

πράξη◼◼◻

χρήση◼◼◻

άσκηση◼◼◻

πείρα◼◼◻

εμπειρία◼◻◻

εξάσκηση◼◻◻

διεύθυνση◼◻◻

διάσκεψη◼◻◻

γυμναστική◼◻◻

χρήσιμος

(feladat) η άσκηση, (jártasság) η πείρα, (az elmélet ellentéte, praxis) η πρακτική, η πράξη

γυμνάζω

πρόβα

gyakorlati

πρακτικός◼◼◼

gyakorlati kódex

κώδικας πρακτικής◼◼◼

gyakorlatias

πρακτικός◼◼◼

gyakorlatilag

πρακτικά◼◼◼

gyakorlaton vagyok

κάνω την πρακτική μου

gyakorlatozás

άσκηση◼◼◼

a gyakorlatban

στην πράξη◼◼◼

egy kicsit kijöttem a gyakorlatból

έχω καιρό να τα εξασκήσω

erdészeti gyakorlat

δασοκομική πρακτική

orvostudomány (gyakorlat)

ιατρική◼◼◼

politika (gyakorlat)

πολιτική◼◼◼

szakmai gyakorlaton vagyok

είμαι ασκούμενος