Ungersk-Grekisk ordbok »

fizet betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
be szeretném fizetni ezt a számlát

θα ήθελα να πληρώσω αυτό το λογαριασμό

befizet

αμοιβή◼◼◼

bruttó fizetés

ακαθάριστος μισθός

csak készpénzes fizetés

μετρητά μόνο

csekkel fizethetek?

μπορώ να πληρώσω με επιταγή;

egy havi előleget kell fizetni a bérletért

υπάρχει προκαταβολή το ενοίκιο ενός μήνα

egy oyster kártyát kérek (előre kifizetett, metróra szóló utazási kártya)

θα ήθελα μια κάρτα όιστερ (προπληρωμένη κάρτα για το μετρό)

előfizet

γράφομαι (-τώ) συνδρομητής

előfizetés

συνδρομή◼◼◼

előfizető

συνδρομητής◼◼◼

előfizettem az újságra

γράφτηκα συνδρομητής στην εφημερίδα

én ... fizetek

θα πληρώσω ...

én fizetek

κερνάω εγώ

ez egy kicsit több, mint amennyit én akartam fizetni

αυτό είναι λίγο παραπάνω από αυτά που ήθελα να πληρώσω

ezekre a cikkekre vámot kell fizetnie

θα πρέπει να πληρώσετε φόρους για αυτά τα αντικείμενα

folyó fizetési mérleg

Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών◼◼◼

hetente vagy havonta kapom a fizetést?

θα πληρώνομαι εβδομαδιαία ή μηνιαία;

hogyan szeretne fizetni?

πως θα θέλατε να πληρώσετε;

járulék fizetés

καταβολή των εισφορών

kártyával fizetek

θα πληρώσω με κάρτα

készpénzzel fizet

πληρώνει μετρητά/τοις μετρητοίς

készpénzzel fizetek

θα πληρώσω με μετρητά

kié fizet? (kin van a sor hogy fizessen az italokért)

ποιανού σειρά είναι;

kifizet

αμοιβή◼◼◼

εξοφλώ

πληρώνω

kifizetés

πληρωμή◼◼◼

έξοδα◼◼◻

εκταμίευση◼◼◻

δαπάνη◼◻◻

kifizetni a számlát

πληρώνω το λογαριασμό

kifizetődik

εξοφλώ

lefizet

(vkit) λαδώνω (-σω)

δωροδοκώ

megfizet

αμοιβή◼◼◼

μισθός

πληρώνω

megfizethető

προσιτός◼◼◼

mennyi a fizetés?

πόσος είναι ο μισθός;

mennyi volt a fizetése az előző munkahelyén?

τι μισθό παίρνατε στην προηγούμενη σας δουλειά;

123