Ungersk-Grekisk ordbok »

fen betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
fény

γυαλάδα

λάμψη

μεγαλείο

φως/ελαφρύς (-ά, -ύ)

fény, világítás, lámpa

φως (το, tsz. τα φώτα)

fenyeget

απειλώ (-ήσω)

fenyegetés

απειλή◼◼◼

fényerősség

λαμπρότητα◼◼◼

fényes

λευκό◼◼◼

στιλπνός◼◻◻

αίθριος

λαμπερός

λαμπρός

φαεινός

φωτεινός

fényesség

φωτεινότητα◼◼◼

λάμψη◼◻◻

fényév

έτος φωτός

fényforrás

φως◼◼◼

fénykard

φωτόσπαθο

fénykép

φωτογραφία (fotografía)◼◼◼

η φωτογραφία◼◼◻

εικόνα◼◻◻

φωτογραφίζω

fényképészet

φωτογραφία◼◼◼

fényképez

φωτογραφίζω

fényképezés

φωτογραφία/φωτογράφηση

φωτογραφίζω

fényképezhetek?

μπορώ να τραβήξω φωτογραφίες;

fényképezőgép

φωτογραφική μηχανή◼◼◼

η φωτογραφική μηχανή◼◼◻

εικονοληπτική μηχανή

κάμερα

Fénykibocsátó dióda

Δίοδος Εκπομπής Φωτός

fénylik

ακτινοβολώ

λάμπω

σπινθηρίζω

φέγγω

fénymásol

βγάζω (-λω) φωτοτυπίες

fénymásolat

φωτοαντίγραφο◼◼◼

1234