Ungersk-Grekisk ordbok »

fül betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
fül

αυτί◼◼◼

αφτί (το)◼◻◻

λαβή◼◻◻

χερούλι◼◻◻

στάχυ

fülbemászó

δερματόπτερα (ψαλίδες)

πιασάρικος

fülbevaló

σκουλαρίκια◼◼◼

σκουλαρίκι

fülcimpa

λοβός

füldugó

ωτασπίδα

fülemüle

αηδόνι

fülesbagoly

μπούφος◼◼◼

νανόμπουφος◼◼◼

γλαύκα

κουκουβάγια

füleskuvik

γκιόνης

fülfájás

πόνος στο αυτί

fülgyulladás

ωτίτιδα

fülhallgató

ακουστικά◼◼◼

ακουστικό◼◻◻

fülkagyló

αφτί

fülke

ο θάλαμος◼◼◼

θάλαμος◼◼◼

βαγόνι

ντουλάπι

fültisztító pálcika

μπατονέτα

fülzsír

κερί

κυψελίδα

fülzúgás

εμβοές◼◼◼

Fülöp

Φίλιππος

Fülöp edinburgh-i herceg

Φίλιππος, Δούκας του Εδιμβούργου

Fülöp-szigetek

Φιλιππίνες (Philippínes)

a falnak is füle van

και οι τοίχοι έχουν αυτιά

csupa fül vagyok

είμαι όλος αφτιά

erdei fülesbagoly

μπούφος

hol van a próbafülke?

που είναι το δοκιμαστήριο;

II. Fülöp spanyol király

Φίλιππος Β' της Ισπανίας

középfül

μέσο ους◼◼◼

pilótafülke

πιλοτήριο◼◼◼

12