Ungersk-Grekisk ordbok »

fém betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
fém

μέταλλο◼◼◼

μεταλλικός◼◻◻

fémek

μέταλλα

fémes

μεταλλικός◼◼◼

fémes ásvány

μεταλλικό ορυκτό

fémhulladék

μεταλλικά απόβλητα◼◼◼

fémkohászat

μεταλλουργία◼◼◼

fémmunkás

μεταλλουργός◼◼◼

fémoxid

εταλλικό οξείδιο

fémpénz

επινοώ

κέρμα

νόμισμα

fémtermék

μεταλλικό προϊόν◼◼◼

fémtisztító üzem

μονάδα επεξεργασίας επιφανειών (οξίνισης)

fémtömegcikk-ipar

βιομηχανία (κλάδος) προϊόντων μετάλλου

fémáru

σιδηρικά◼◼◼

alkálifém

Αλκάλια◼◼◼

αλκαλιμέταλλο◼◼◼

alkálifémek

αλκάλια

alkáliföldfém

αλκαλική γαία◼◼◼

félfém

μεταλλοειδή◼◼◼

ημιμέταλλο

Félfémek

Μεταλλοειδή

graféma

γράφημα

II. főcsoport elemei (lúgos földfémek)

αλκαλικές γαίες

στοιχεία της ομάδας II

στοιχεία της ομάδας II (αλκαλικές γαίες)

letenné az összes fémből készült tárgyat a tálcára, kérem?

μπορείτε να βάλετε όλα τα μεταλλικά αντικείμενα μέσα στο καλάθι παρακαλώ;

lúgos földfémek

αλκαλικές γαίες

στοιχεία της ομάδας II

στοιχεία της ομάδας II (αλκαλικές γαίες)

morféma

μόρφημα

mérgező fém

τοξικό μέταλλο◼◼◼

nehézfém

βαρύ μέταλλο◼◼◼

nehézfém terhelés

φορτίο βαρέων μετάλλων

nem-fémes ásvány

μη μεταλλικό ορυκτό

nemfém

αμέταλλο

μη μέταλλα

Nemfémek

Αμέταλλα

szerves fémvegyület

οργανομεταλλική ένωση

12