Ungersk-Grekisk ordbok »

fáj betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
fáj

πονάω

πονώ (-άω, έσω)

τραυματίζω

fáj a fejem

έχω πονοκέφαλο

fáj a fogam

έχω ένα πονόδοντο

fáj a hátam

η πλάτη μου πονάει

πονάει η πλάτη μου / πονάω στην πλάτη

fáj itt

δείγμα αίματος

fájdalmas

έλκος◼◼◼

αλγεινός

επώδυνος

οδυνηρός

fájdalmat érzek a ...

έχω έναν πόνο ...

fájdalom

πόνος (ο)◼◼◼

άλγος◼◼◼

οδύνη◼◼◻

ποινή◼◻◻

βάσανο

fájdalom- csillapító

το παυσίπονο

fájdalomcsillapító

αναλγητικό◼◼◼

αναλγητικός

παυσίπονα

παυσίπονο

fájdalommentes

ανώδυνος◼◼◼

fájl

αρχείο◼◼◼

φάκελος◼◼◻

σειρά◼◻◻

στήλη◼◻◻

λίμα

λιμάρω

ρινίζω

fájlnév

όνομα αρχείου◼◼◼

fájnak az izületeim

οι αρθρώσεις μου πονάνε

a ... fáj

τα ... μου πονάνε

fejfájás

κεφαλαλγία◼◼◼

πονοκέφαλος (ο)◼◻◻

ο πονοκέφαλος◼◻◻

fejfájás ellen?

έχεις κανένα φάρμακο για πονοκέφαλο;

fejfájásaim vannak

έχω πονοκεφάλους

fogfájás

οδονταλγία

12