Ungersk-Grekisk ordbok »

erő betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
vakmerő

παράτολμος

ριψοκίνδυνος

τολμηρός

vakmerőség

θράσος

τόλμη

verőér

αρτηρία

villamos erő

μονάδα (σταθμός) παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ισχύος)

visszaverődés

ανάκλαση◼◼◼

vonzerő

έλξη◼◼◼

απορρόφηση◼◼◼

δέλεαρ◼◼◼

γοητεία◼◼◻

πόλος έλξης◼◼◻

vándorló munkaerő

μετακινούμενη εργασία

vásárlóerő

αγοραστική δύναμη◼◼◼

védőgát erősítés

ενίσχυση αναχώματος

vízi erő

μονάδα υδροηλεκτρικής ενέργειας

állati erőforrás

ζωικοί πόροι

áramerősség

ένταση◼◼◼

árapály erő

παλιρροϊκός σταθμός (παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας)

ásványi erőforrás

ορυκτοί πόροι◼◼◼

édesvízi erőforrás

πόροι (των) γλυκέων υδάτων

életerős, fitt, fiatalos

κοτσονάτος

345