Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
σπάζω (-σω)▼
σπάω▼
σπάω/σπάζω▼
σπάει/σπάζει (-σει), eltörött a kezem έσπασα το χέρι μου▼
κατάργηση▼◼◼◼
αφαίρεση▼
(megszűntet) καταργώ (-ήσω)▼
καταλύω▼
καταργώ▼
καταργήθηκαν οι φόροι▼
ο σκελετός αυτών των γυαλιών έχει σπάσει▼
θα μου τυλίξετε, σας παρακαλώ, το βάζο για να μη σπάσει▼
ελάττωμα▼
κρακ▼
κρότος▼
ράγισμα▼
ραγίζω▼
ρωγμή▼
χαραμάδα▼
μου σπάσανε το αμάξι▼
σπάω ('spao)▼
↑