Ungersk-Grekisk ordbok »

elf betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
felfedez

διάκριση◼◼◼

ανακαλύπτω

εξιχνιάζω

felfedezés

ανακάλυψη◼◼◼

εξερεύνηση◼◼◻

η ανακάλυψη◼◼◻

ανεύρεση◼◻◻

εύρεση◼◻◻

αποκάλυψη

felfedező

εξερευνητής

félfém

μεταλλοειδή◼◼◼

ημιμέταλλο

Félfémek

Μεταλλοειδή

felfog

(ésszel) αντιλαμβάνομαι (αντιληφθώ)

αντιλαμβάνομαι

γνωρίζω

εννοώ

κατανοώ

νοώ

συλλαμβάνω

felfogás

αντίληψη◼◼◼

επινόηση

felfoghatatlan

ακατανόητος

felfogómedence

δεξαμενή κατακράτησης

felfordítás

αναστροφή◼◼◼

felfordulás

η αναταραχή, η φασαρία

felforgató

ανατρεπτικός

felforral

βράζω

βρασμός

δοθιήνας

καλόγερος

felforrt a víz

το νερό έβρασε

felfrissít

αναζωογονώ

δροσίζω

felfüggeszt

αναστέλλω

κρεμώ

felfüggesztés

αναστολή◼◼◼

ανάρτηση◼◼◻

διαθεσιμότητα◼◻◻

αποβολή

1234