Ungersk-Grekisk ordbok »

előny betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
előny

πλεονέκτημα◼◼◼

όφελος◼◼◻

κέρδος◼◼◻

συμφέρον◼◻◻

ευεργέτημα◼◻◻

προνόμιο◼◻◻

συν◼◻◻

ωφέλεια◼◻◻

μέρισμα◼◻◻

περιουσιακό στοιχείο◼◻◻

ωφέλημα◼◻◻

ενεργητικό

προτέρημα

αβαντάζ

το προτέρημα, το πλεονέκτημα, το αβαντάζ

előnyben részesít

ευνοώ

προτιμώ

előnyben részesít, preferál, jobban szeret, inkább választ

προτιμώ

előnyös

ωφέλιμος◼◼◼

αποδοτικός◼◻◻

ευνοϊκός◼◻◻

κερδοφόρος

πλεονεκτικός

συμφέρων