Ungersk-Grekisk ordbok »

dél betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
engedély

φεύγω

engedély, szabadság

άδεια (η)

engedélyez

επιτρέπω

engedélyezés

έγκριση◼◼◼

άδεια◼◼◻

απονομή◼◻◻

engedélyezés/engedmény

αποζημίωση(εις)/βοήθημα/επίδομα/απαλλαγή/έκπτωση

engedélyezési eljárás

διαδικασία χορήγησης άδειας (εκμετάλλευσης)/διαδικασία◼◼◼

Erdély

Τρανσυλβανία

fedél

κάλυμμα◼◼◼

καπάκι◼◼◻

πώμα◼◼◻

κάλυψη◼◻◻

εξώφυλλο◼◻◻

fedélzet

επιτροπή◼◼◼

το κατάστρωμα◼◼◻

συμβούλιο◼◼◻

γέφυρα◼◻◻

πίνακας◼◻◻

διατροφή◼◻◻

σίτιση◼◻◻

κουβέρτα

fedélzeti program

ψυχαγωγικό πρόγραμμα

Francia Déli- és Antarktiszi-területek

Γαλλικά Νότια Εδάφη

Francia déli területek

Γαλλικά νότια και ανταρκτικά εδάφη

gépkocsifedélzet

γκαράζ

halászati engedély

άδεια αλιείας◼◼◼

holnap délután

αύριο απόγευμα

import engedély

άδεια εισαγωγής

italbolt (palackozott italok boltja, korlátolt italkimérési engedély)

μίνι-μάρκετ

jogosítvány (vezetői engedély)

δίπλωμα οδήγησης

kiviteli engedély

εξαγωγική άδεια/άδεια για εξαγωγή

koncesszió/engedély

εκχώρηση

εκχώρηση/παραχώρηση

παραχώρηση

kérjük az összes autós utas fáradjon az autós fedélzetre a kiszálláshoz

όλοι οι επιβάτες με οχήματα παρακαλώ να προχωρήσετε προς το γκαράζ για αποβίβαση

környezetvédelmi engedély

περιβαλλοντική άδεια◼◼◼

láthatnám a vezetői engedélyét?

μπορώ να δω το δίπλωμα οδήγησης σας;

ma délután

το απόγευμα

melyik fedélzeten van a ...?

σε ποιό κατάστρωμα βρίσκεται ...;

1234