Ungersk-Grekisk ordbok »

csodál betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
csodál

θαυμάζω (-σω)

csodálat

θαυμάζω

θαυμασμός

csodálatos

έξοχος

εκπληκτικός

θαυμάσιος

καταπληκτικός

υπέροχος

csodálatos, elképesztő

γαμάτο

csodálkozik

αναρωτιέμαι

απορία

απορώ

θαυμάζω

θαύμα

csodálkozik vmin

απορώ (+ με)

csodálkozom, hogy történt ez

αναρωτιέμαι (και εγώ) πώς έγινε αυτό

csodálkozás

κατάπληξη

σοκ