Ungersk-Grekisk ordbok »

berendezés betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
berendezés

εξοπλισμός◼◼◼

σύστημα◼◼◻

υλικό◼◼◻

συσκευή◼◼◻

μηχανή◼◼◻

μηχανισμός◼◻◻

ομάδα◼◻◻

ηλεκτρονικός εξοπλισμός◼◻◻

υλισμικό

δομικά υλικά

analitikai berendezés

εξοπλισμός ανάλυσης

audiovizuális berendezés

οπτικοακουστικός εξοπλισμός◼◼◼

elektrotechnikai berendezés

ηλεκτροτεχνικός εξοπλισμός◼◼◼

fúróberendezés

εγκατάσταση γεώτρησης

fűtőberendezés

θερμαντήρας/αερόθερμο/θερμάστρα

gépészeti berendezés

μηχανολογικός εξοπλισμός

berendezés

θερμικός εξοπλισμός

ipari berendezés

βιομηχανικός εξοπλισμός◼◼◼

katonai berendezés

στρατιωτικό υλικό◼◼◼

kipufogó berendezés

διάταξη εξάτμισης

közegészségügyi berendezés

εγκατάσταση υγιεινής

laboratóriumi berendezés

εργαστηριακό πείραμα

mezőgazdasági berendezés

γεωργικά μηχανήματα

γεωργικός εξοπλισμός

monitoring berendezés

εξοπλισμός (συσκευές) παρακολούθησης (ελέγχου)

nyomásberendezés

εξοπλισμός πρεσαρίσματος

szennyezéselhárító berendezés

εξοπλισμός αντιρρυπαντικής προστασίας

szennyezésszabályozó berendezés

εξοπλισμός ελέγχου της ρύπανσης

tisztítóberendezés

εγκατάσταση καθαρισμού

építőipari berendezés

κατασκευαστικός εξοπλισμός/μηχανήματα εργοταξίου

üzemi berendezés

εξοπλισμός εργοστασίου (βιομηχανικής μονάδας)